λειτουργία στη Μύκονο
--------------------------------------------------------------------------------
Ένας παπάς μετατέθηκε στη Μύκονο, μήπως και βάλει στο δρόμο του Θεού το αμαρτωλό νησί.
Πρωί πρωί ξυπνάει να λειτουργήσει, βλέπει άδεια την εκκλησία. '' Φαίνεται εδώ ο κόσμος δεν έρχεται από τα χαράματα στη λειτουργία ''. Περιμένει καμιά ώρα, αρχίζει να ψέλνει, αποφασίζει να βγει έξω να μαζέψει τον κόσμο και να τον φέρει στην εκκλησία. Φοράει τα άμφιά του, παίρνει το θυμιατό και βγαίνει στο δρόμο.
Είχε περάσει πάνω από μία ώρα και δεν συνάντησε ούτε έναν άνθρωπο. Κόντευε να του σαλέψει. Του είχαν πει βέβαια, ότι στη Μύκονο ο κόσμος ξενυχτάει το βράδυ και κοιμάται το πρωί, αλλά τέτοιο πράγμα δεν το περίμενε.
Πάνω που είχε απογοητευτεί, βλέπει μπροστά του ένα '' γκέι μπαρ '' ανοιχτό και μερικούς ξεχασμένους να πίνουν.
'' Επιτέλους '' σκέφτεται, '' να ακούσουν και δυο άνθρωποι το λόγο του Θεού ''. Μπαίνει μέσα στο μπαρ και αρχίζει να ψέλνει, κουνώντας πέρα δώθε το θυμιατό. Οι δυο '' αδερφές '' τον κοιτάνε καλά καλά, προσπαθώντας να καταλάβουν αν είναι δικός τους. Τέτοιο ντύσιμο δεν έχουν ξαναδεί, ούτε κι αυτό που κρατά στο χέρι του και βγάζει καπνό. Γυρίζει ο ένας:
- Καλέ συ, με το ριχτό και την ωραία φωνή!
Πρόσεχε καλέ, πήρε φωτιά το τσαντικό σου!